Greek Meaning of overconfidence
υπερβολική αυτοπεποίθηση
Other Greek words related to υπερβολική αυτοπεποίθηση
- αλαζονεία
- διαβεβαίωση
- Αλαζονεία
- εμπιστοσύνη
- υπόθεση
- αιμομιξία
- αυτοπεποίθηση
- αυτοπεποίθηση
- θράσος
- τόλμη
- θράσος
- ορείχαλκος
- θράσος
- Θράσος
- θράσος
- Θράσος
- θράσος
- Φλούδα
- Ασεβεια
- θράσος
- χολή
- Ανδρεία
- θράσος
- θράσος
- Αγενεια
- Θράσος
- αγένεια
- απροσεξία
- απρονοησία
- Θράσσος
- νεύρο
- θράσος
- αυθάδεια
- αγένεια
- σάλτσα
- θράσος
- θρασύτητα
- αγνωμοσύνη
- νευρικότητα
- Μιλάω με θράσος
- Πρόσωπο
- θράσος
- αλαζονεία
- θόρυβος
- αγένεια
- χουτσπά
Nearest Words of overconfidence
- overcook => Υπερβολικό ψήσιμο
- over-correct => υπερδιορθώνω
- overcostly => υπερβολικά ακριβό
- overcount => υπερμέτρηση
- overcover => Καλύπτω πάρα πολύ
- overcredulity => υπερβολική ευπιστία
- overcredulous => υπερβολικά ευκολόπιστος
- overcritical => υπερβολικά επικριτικός
- overcrop => Υπερκαλλιέργεια
- overcrossing => υπέργεια διάβαση
Definitions and Meaning of overconfidence in English
overconfidence (n)
total certainty or greater certainty than circumstances warrant
overconfidence (n.)
Excessive confidence; too great reliance or trust.
FAQs About the word overconfidence
υπερβολική αυτοπεποίθηση
total certainty or greater certainty than circumstances warrantExcessive confidence; too great reliance or trust.
αλαζονεία,διαβεβαίωση,Αλαζονεία,εμπιστοσύνη,υπόθεση,αιμομιξία,αυτοπεποίθηση,αυτοπεποίθηση,θράσος,τόλμη
ντροπαλότητα,δυσπιστία,δισταγμός,σεμνότητα,δειλία,Δειλία,Ευγένεια,ευγένεια,δειλία,ευγένεια
overcompensation => Υπερβολική αποζημίωση, overcompensate => υπερ-αντιστάθμιση, overcoming => υπερνίκηση, overcomer => νικητής, overcome => ξεπερνώ,