Greek Meaning of diffidence
δυσπιστία
Other Greek words related to δυσπιστία
- ντροπαλότητα
- φόβος
- ησυχία
- εφεδρεία
- ντροπαlost
- δειλία
- υποβολή
- υποτακτικότητα
- Δειλία
- ντροπαλότητα
- επιφύλαξη
- αποδοχή
- προσοχή
- προσοχή
- συμμόρφωση
- σεβασμός
- δειλία
- Αδυναμία
- παθητικότητα
- απαλότητα
- δειλία
- προσοχή
- αδυναμία
- μπόχα ποντικού
- παραίτηση
- Δειλία
- δειλία
- δειλία
- Σωφροσύνη
- Δειλία
- Ταπεινότητα
- Ταπεινότητα
- ταπεινότητα
- πράοτης
- σεμνότητα
- δειλία
- Ολιγοψυχία
- Δειλ�α
- συνταξιοδότηση
- επιθετικότητα
- διεκδικητικότητα
- στάση
- θράσος
- τόλμη
- θράσος
- θράσος
- θράσος
- Αλαζονεία
- αυτοπεποίθηση
- θρασύτητα
- θράσος
- Θράσος
- Θράσσος
- νεύρο
- υπερβολική αυτοπεποίθηση
- αλαζονεία
- θρασύτητα
- αλαζονεία
- υπόθεση
- καύχηση
- εγωισμός
- Περιφρόνηση
- Εγωισμός
- εγωισμός
- επίδειξη
- Αλαζονεία
- ύψος
- αυταρχικότητα
- Επίδειξη
- αλαζονεία
- Πρόφαση
- υπερηφάνια
- θράσος
- περιφρόνηση
- αυτοέπαινος
- εγωκεντρισμός
- εφησυχασμός
- εγωισμός
- Αυτοπεποίθηση
- αυτοπεποίθηση
- αυτοϊκανοποίηση
- υπεροψία
- Υπεροχή
- θόρυβος
- ματαιοδοξία
- θωρακισμός
- αυτοεπιβεβαίωση
- ματαιοδοξία
- θρασύτητα
- οργή
- εξύψωση
- μεγαλείο
- Επίδειξη
- αυταρχικότητα
- αλαζονεία
- αυθάδεια
- Πρόφαση
- αξίωση
- προσποίηση
- υπερηφάνεια
- εγωισμός
- Επίδειξη
- Αυτοαξίωση
- αλαζονεία
Nearest Words of diffidence
Definitions and Meaning of diffidence in English
diffidence (n)
lack of self-confidence
diffidence (n.)
The state of being diffident; distrust; want of confidence; doubt of the power, ability, or disposition of others.
Distrust of one's self or one's own powers; lack of self-reliance; modesty; modest reserve; bashfulness.
FAQs About the word diffidence
δυσπιστία
lack of self-confidenceThe state of being diffident; distrust; want of confidence; doubt of the power, ability, or disposition of others., Distrust of one's sel
ντροπαλότητα,φόβος,ησυχία,εφεδρεία,ντροπαlost,δειλία,υποβολή,υποτακτικότητα,Δειλία,ντροπαλότητα
επιθετικότητα,διεκδικητικότητα,στάση,θράσος,τόλμη,θράσος,θράσος,θράσος,Αλαζονεία,αυτοπεποίθηση
diffide => αμφιβάλλω, difficulty => δυσκολία, difficultness => Δυσκολία, difficultly => δύσκολα, difficulties => δυσκολίες,