Greek Meaning of difficultly

δύσκολα

Other Greek words related to δύσκολα

Definitions and Meaning of difficultly in English

Webster

difficultly (adv.)

With difficulty.

FAQs About the word difficultly

δύσκολα

With difficulty.

απαιτητικός,περίπλοκος,απαιτητικός,φοβερός,σκληρός,αυστηρός,σκληρός,επίπονος,επιβλαβής,σύνθετος

φτηνός,σαφής,εύκολος,ανεπιτήδευτος,φως,απλός,μαλακός,Εφικτό,ελπιδοφόρος,εφικτό

difficulties => δυσκολίες, difficultate => δυσκολία, difficult => δύσκολο, difficilitate => δυσχεραίνω, difficile => δύσκολος,