FAQs About the word differently

διαφορετικά

in another and different mannerIn a different manner; variously.

άλλο,Άλλος (από),αλλιώς,διαφορετικά,ποικιλοτρόπως,με ποικίλους τρόπους

Ομοίως,επίσης

differentiator => διαφορικός, differentiation => διάκριση, differentiated => διαφοροποιημένος, differentiate => διαφοροποιώ, differentially => διαφορικά,