Greek Meaning of likewise

Ομοίως

Other Greek words related to Ομοίως

Definitions and Meaning of likewise in English

Wordnet

likewise (r)

in like or similar manner

in addition

equally

Webster

likewise (n.)

In like manner; also; moreover; too. See Also.

FAQs About the word likewise

Ομοίως

in like or similar manner, in addition, equallyIn like manner; also; moreover; too. See Also.

επιπλέον,επίσης,εκτός,είτε,επιπλέον,,τότε,πάλι,επίσης,για καλό και για κακό,εφεξής

διαφορετικά,αλλιώς,αντιθέτως,αντιθέτως,διαφορετικά,αντιστρόφως,αντίθετα,αντίθετα,ποικιλοτρόπως,άνισα

likerousness => απληστία, likerous => σκανταλιάρης, likening => παραβολή, likeness => Ομοιότητα, likened => προσομοίωσε,