Greek Meaning of diversely
ποικιλοτρόπως
Other Greek words related to ποικιλοτρόπως
Nearest Words of diversely
- diverseness => πολυμορφία
- diversifiability => διαφοροποίηση
- diversifiable => διαφοροποιήσιμο
- diversification => Διαφοροποίηση
- diversified => διαφοροποιημένο
- diversifier => διαφοροποιητής
- diversiform => ποικιλόμορφος
- diversify => διαφοροποιώ
- diversifying => διαφοροποίηση
- diversiloquent => ποικιλόμορφος
Definitions and Meaning of diversely in English
diversely (r)
in diverse ways
diversely (adv.)
In different ways; differently; variously.
In different directions; to different points.
FAQs About the word diversely
ποικιλοτρόπως
in diverse waysIn different ways; differently; variously., In different directions; to different points.
διαφορετικά,διαφορετικά,με ποικίλους τρόπους,άλλο,Άλλος (από),αλλιώς
Ομοίως,επίσης
diverse => ποικίλος, divers => δύτες, divergingly => αποκλίνουσας, diverging lens => Φακός απομάκρυνσης, diverging => αποκλίνουσες,