FAQs About the word diversely

ποικιλοτρόπως

in diverse waysIn different ways; differently; variously., In different directions; to different points.

διαφορετικά,διαφορετικά,με ποικίλους τρόπους,άλλο,Άλλος (από),αλλιώς

Ομοίως,επίσης

diverse => ποικίλος, divers => δύτες, divergingly => αποκλίνουσας, diverging lens => Φακός απομάκρυνσης, diverging => αποκλίνουσες,