FAQs About the word dissimilarly

διαφορετικά

In a dissimilar manner; in a varied style.

διαφορετικά,ποικιλοτρόπως,αλλιώς,με ποικίλους τρόπους,άλλο,Άλλος (από)

Ομοίως,επίσης

dissimilarity => Ανομοιότητα, dissimilar => διαφορετικός, dissilition => Διάλυση, dissilient => διαχωριστικός, dissiliency => Ελαστικότητα,