Greek Meaning of also
επίσης
Other Greek words related to επίσης
Nearest Words of also
- also known as => επίσης γνωστός ως
- alsobia => ελσόμπια
- alsobia dianthiflora => Alsobia dianthiflora
- alsophila => Δρυόπτερη
- alsophila pometaria => Alsophila pometaria
- also-ran => επίσης έτρεχε
- alstonia => Αλστωνία
- alstonia scholaris => Αλστωνία η Σκόλαρις
- alstroemeria => Αλστρομέρια
- alstroemeriaceae => Αλστροεμεριοειδή
Definitions and Meaning of also in English
also (r)
in addition
also (adv. & conj.)
In like manner; likewise.
In addition; besides; as well; further; too.
Even as; as; so.
FAQs About the word also
επίσης
in additionIn like manner; likewise., In addition; besides; as well; further; too., Even as; as; so.
επίσης,Ομοίως,επίσης,έτσι,όμοιος,αναλόγως,εξ ίσου,επίσης,ισοδύναμα,πανομοιότυπα
διαφορετικά,αλλιώς,αντιθέτως,διαφορετικά,αντιστρόφως,αντίθετα,με ποικίλους τρόπους,αντίθετα,αντιθέτως,ποικιλοτρόπως
alsike => τριφύλλι, alsatian => αλσατικός, alsatia => Αλσατία, alsace => Αλσατία, als => επίσης,