Greek Meaning of correspondingly

αναλόγως

Other Greek words related to αναλόγως

Definitions and Meaning of correspondingly in English

Wordnet

correspondingly (r)

in a corresponding manner

FAQs About the word correspondingly

αναλόγως

in a corresponding manner

επίσης,επίσης,επίσης,έτσι,όμοιος,εξ ίσου,Ομοίως,επίσης,ισοδύναμα,πανομοιότυπα

αντιθέτως,διαφορετικά,αντιστρόφως,αλλιώς,διαφορετικά,αντίθετα,με ποικίλους τρόπους,αντίθετα,αντιθέτως,ποικιλοτρόπως

corresponding => αντίστοιχος, correspondent => Ανταποκριτής, correspondence school => Σχολείο εξ αποστάσεως, correspondence course => Τηλεκατάρτιση, correspondence => αλληλογραφία,