Greek Meaning of corrie
Κάρ
Other Greek words related to Κάρ
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of corrie
- corridor train => Τρένο διαδρόμου
- corridor => Διάδρομος
- corrida => ταυρομαχία
- correspondingly => αναλόγως
- corresponding => αντίστοιχος
- correspondent => Ανταποκριτής
- correspondence school => Σχολείο εξ αποστάσεως
- correspondence course => Τηλεκατάρτιση
- correspondence => αλληλογραφία
- correspond => Αντιστοιχεί.
- corrigenda => Διορθώσεις
- corrigendum => Διόρθωση
- corrigible => διορθώσιμος
- corroborant => επικυρωτικός
- corroborate => επιβεβαιώνω
- corroborating evidence => επιβεβαιωτικά αποδεικτικά στοιχεία
- corroboration => Επιβεβαίωση
- corroborative => επικυρωτικός
- corroboratory => επικυρωτικός
- corroboree => κορρομπορί
Definitions and Meaning of corrie in English
corrie (n)
a steep-walled semicircular basin in a mountain; may contain a lake
FAQs About the word corrie
Κάρ
a steep-walled semicircular basin in a mountain; may contain a lake
No synonyms found.
No antonyms found.
corridor train => Τρένο διαδρόμου, corridor => Διάδρομος, corrida => ταυρομαχία, correspondingly => αναλόγως, corresponding => αντίστοιχος,