Greek Meaning of correlativity
Συσχετισμός
Other Greek words related to Συσχετισμός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of correlativity
- correlative => συσχετικός
- correlational analysis => Συχετιστική ανάλυση
- correlational => συσχετιστικός
- correlation table => Πίνακας συσχετίσεων
- correlation matrix => Μήτρα συσχέτισης
- correlation coefficient => Συντελεστής συσχέτισης
- correlation => συσχέτιση
- correlated => συσχετισμένα
- correlate => συσχετίζειν
- corregidor => διορθωτής
- correspond => Αντιστοιχεί.
- correspondence => αλληλογραφία
- correspondence course => Τηλεκατάρτιση
- correspondence school => Σχολείο εξ αποστάσεως
- correspondent => Ανταποκριτής
- corresponding => αντίστοιχος
- correspondingly => αναλόγως
- corrida => ταυρομαχία
- corridor => Διάδρομος
- corridor train => Τρένο διαδρόμου
Definitions and Meaning of correlativity in English
correlativity (n)
a reciprocal relation between two or more things
FAQs About the word correlativity
Συσχετισμός
a reciprocal relation between two or more things
No synonyms found.
No antonyms found.
correlative => συσχετικός, correlational analysis => Συχετιστική ανάλυση, correlational => συσχετιστικός, correlation table => Πίνακας συσχετίσεων, correlation matrix => Μήτρα συσχέτισης,