Greek Meaning of correlated

συσχετισμένα

Other Greek words related to συσχετισμένα

Definitions and Meaning of correlated in English

Wordnet

correlated (s)

mutually related

FAQs About the word correlated

συσχετισμένα

mutually related

συνδεδεμένος,συνδεδεμένος,αλληλένδετα,προσχώρησε,συνδεδεμένος,σχετικός,Συνδεδεμένος,συγγενής,σύμμαχοι,ανάλογος

διαφορετικός,διαφορετικός,διαφορετικός,διακριτός,διακριτικός,ποικίλος,άλλος,σε αντίθεση με το,διακριτικός,Διαφορίσιμος

correlate => συσχετίζειν, corregidor => διορθωτής, correggio => Κορρέτζιο, correctness => ορθότητα, correctly => σωστά,