Greek Meaning of interconnected
Αλληλένδετος
Other Greek words related to Αλληλένδετος
- συνδεδεμένος
- συνδεδεμένος
- αλληλένδετα
- προσχώρησε
- σχετικός
- Συνδεδεμένος
- συγγενής
- σύμμαχοι
- ανάλογος
- Συγγενής
- συγκρίσιμος
- αντίστοιχος
- συγγενείς
- σαν
- ταιριαστό
- παράλληλος
- παρόμοιος
- τέτοιος
- όμοιος
- κατάλληλος
- πειστικός
- έμφυτος
- Ανταποκριτής
- επίσης
- ταυτόσημος
- σχετικός
- επίκαιρος
- παρόμοιος
- παρόμοιος
- ίδιος
- τέτοιο
Nearest Words of interconnected
- interconnect => διασύνδεσης
- intercondyloid => διακονδύλιος
- intercondylar => μεσοκονδύλιος
- intercomparison => Ενδοσύγκριση
- intercommunity => διακοινοτικός
- intercommunion => Διακοινωνία
- intercommuning => διακοινωνία
- intercommunication system => Ενδοεπικοινωνιακό σύστημα
- intercommunication => διασύνδεση
- intercommunicate => αλληλοεπικοινωνώ
- interconnectedness => Διασυνδεσιμότητα
- interconnection => Σύνδεσμο
- intercontinental => διηπειρωτικός
- intercontinental ballistic missile => Διηπειρωτικός βαλλιστικός πύραυλος
- interconvertible => εναλλάξιμο
- intercostal => μεσοπλεύριος
- intercostal artery => μεσοπλεύριος αρτηρία
- intercostal muscle => Μεσοπλεύριος μυς
- intercostal vein => μεσοπλεύρια φλέβα
- intercrop => Έντομο καλλιέργεια
Definitions and Meaning of interconnected in English
interconnected (s)
reciprocally connected
operating as a unit
FAQs About the word interconnected
Αλληλένδετος
reciprocally connected, operating as a unit
συνδεδεμένος,συνδεδεμένος,αλληλένδετα,προσχώρησε,σχετικός,Συνδεδεμένος,συγγενής,σύμμαχοι,ανάλογος,Συγγενής
διαφορετικός,διαφορετικός,διαφορετικός,διακριτός,διακριτικός,ποικίλος,άλλος,άσχετο,διακριτός,μη ταυτόσημο
interconnect => διασύνδεσης, intercondyloid => διακονδύλιος, intercondylar => μεσοκονδύλιος, intercomparison => Ενδοσύγκριση, intercommunity => διακοινοτικός,