Greek Meaning of affiliated
Συνδεδεμένος
Other Greek words related to Συνδεδεμένος
Nearest Words of affiliated
Definitions and Meaning of affiliated in English
affiliated (s)
being joined in close association
affiliated (imp. & p. p.)
of Affiliate
FAQs About the word affiliated
Συνδεδεμένος
being joined in close associationof Affiliate
σχετικός,συγγενής,σύμμαχοι,συνδεδεμένος,συγκρίσιμος,συνδεδεμένος,συγγενείς,όμοιος,ανάλογος,Συγγενής
διαφορετικός,διαφορετικός,ποικίλος,άλλος,σε αντίθεση με το,άσχετο,διαφορετικός,διακριτός,διακριτικός,διακριτός
affiliate => συνεργάτης, affiliable => προσβάσιμος, affile => συνδέω, affied => αρραβωνιασμένος, affidavit => υπεύθυνη δήλωση,