Greek Meaning of interrelated

αλληλένδετα

Other Greek words related to αλληλένδετα

Definitions and Meaning of interrelated in English

Wordnet

interrelated (s)

reciprocally connected

Webster

interrelated (a.)

Having a mutual or reciprocal relation or parallelism; correlative.

FAQs About the word interrelated

αλληλένδετα

reciprocally connectedHaving a mutual or reciprocal relation or parallelism; correlative.

σχετικός,παρόμοιος,συνδεδεμένος,συγκρίσιμος,συνδεδεμένος,συσχετισμένα,ταυτόσημος,Αλληλένδετος,συνδεδεμένος,παράλληλος

διαφορετικός,διαφορετικός,διαφορετικός,διακριτός,διακριτικός,ποικίλος,άλλος,σε αντίθεση με το,διακριτικό,διακριτικός

interrelate => αλληλοσχετίζονται, interreign => διαβασιλεία, interregnums => interregnum, interregnum => μεσοβασιλεία, interreges => interrex,