FAQs About the word interrogatee

ο ανακρινόμενος

One who is interrogated.

ρωτώ,ερώτηση,κατηχώ,Αντεξέταση,εξετάζω,Σχάρα,ερωτώ (για),ερώτημα,κουίζ,πολιορκώ

απάντηση,απαντάω,αποφεύγω,σχόλιο,παρατηρώ,rejoin = επανεισέρχομαι,απάντηση,παρατήρηση,απάντηση

interrogate => ανακρίνω, interring => ταφή, interrexes => Ίντερρεξ, interrex => interrex, interrer => θάψω,