Greek Meaning of affiliation
διασύνδεση
Other Greek words related to διασύνδεση
- ένωση
- συνεργασία
- σύνδεση
- συνεργασία
- εταιρική σχέση
- σχέση
- συμμαχία
- ομοσπονδία
- συναλλαγές
- αλληλεπίδραση
- Σύνδεσμος
- Συγχώνευση
- σχέση
- Αλληλεγγύη
- συνδικαλιστική οργάνωση
- συγγένεια
- συνημμένο αρχείο
- επιχείρηση
- εγγύτητα
- συντροφικότητα
- εταιρεία
- Ανταλλαγή
- σύνδεση
- Ενσωμάτωση
- ενοποίηση
- Σύνδεσμο
- αλληλοσυσχέτιση
- οικειότητα
- Συγγένεια
- πρωτάθλημα
- Σύνδεσμος
- αμοιβαδισμός
- ενότητα
- Σχέση
- αμοιβαιότητα
- Συμβίωση
- συμπάθεια
- δένω
- ενοποίηση
- ενότητα
Nearest Words of affiliation
Definitions and Meaning of affiliation in English
affiliation (n)
a social or business relationship
the act of becoming formally connected or joined
affiliation (n.)
Adoption; association or reception as a member in or of the same family or society.
The establishment or ascertaining of parentage; the assignment of a child, as a bastard, to its father; filiation.
Connection in the way of descent.
FAQs About the word affiliation
διασύνδεση
a social or business relationship, the act of becoming formally connected or joinedAdoption; association or reception as a member in or of the same family or so
ένωση,συνεργασία,σύνδεση,συνεργασία,εταιρική σχέση,σχέση,συμμαχία,ομοσπονδία,συναλλαγές,αλληλεπίδραση
χωρισμός,αποσύνδεση,διάλυση,τμήμα,Αποχωρισμός,αποχώρηση,αποξένωση,διχόνοια,Διαζύγιο,χωρισμό
affiliating => συγγενεύοντας, affiliated => Συνδεδεμένος, affiliate => συνεργάτης, affiliable => προσβάσιμος, affile => συνδέω,