Greek Meaning of mutualism
αμοιβαδισμός
Other Greek words related to αμοιβαδισμός
Nearest Words of mutualism
- mutual understanding => Αμοιβαία κατανόηση
- mutual savings bank => αμοιβαία τράπεζα αποταμιεύσεως
- mutual resemblance => Αμοιβαία ομοιότητα
- mutual opposition => Αμοιβαία αντίθεση
- mutual induction => Αμοιβαία επαγωγή
- mutual inductance => Αμοιβαία επαγωγή
- mutual fund company => Επενδυτική εταιρεία
- mutual fund => Αμοιβαίο κεφάλαιο
- mutual exclusiveness => αμοιβαίος αποκλεισμός
- mutual aid => αλληλοβοήθεια
Definitions and Meaning of mutualism in English
mutualism (n)
the relation between two different species of organisms that are interdependent; each gains benefits from the other
mutualism (n.)
The doctrine of mutual dependence as the condition of individual and social welfare.
FAQs About the word mutualism
αμοιβαδισμός
the relation between two different species of organisms that are interdependent; each gains benefits from the otherThe doctrine of mutual dependence as the cond
συνεργασία,φιλία,αμοιβαιότητα,Συμβίωση,συμφωνία,φιλία,συνοχή,ευγένεια,συντροφικότητα,συμβατότητα
αποξένωση,ανταγωνισμός,Αντιπάθεια,παραβίαση,Διαζύγιο,έχθρα,Εχθρότητα,ρήξη,αναρχία,σύγκρουση
mutual understanding => Αμοιβαία κατανόηση, mutual savings bank => αμοιβαία τράπεζα αποταμιεύσεως, mutual resemblance => Αμοιβαία ομοιότητα, mutual opposition => Αμοιβαία αντίθεση, mutual induction => Αμοιβαία επαγωγή,