Greek Meaning of mutually exclusive
αμοιβαίως αποκλειστικοί
Other Greek words related to αμοιβαίως αποκλειστικοί
Nearest Words of mutually exclusive
- mutually beneficial => αμοιβαία επωφελής
- mutually => αμοιβαία
- mutuality => αμοιβαιότητα
- mutualist => αμοιβαίος
- mutualism => αμοιβαδισμός
- mutual understanding => Αμοιβαία κατανόηση
- mutual savings bank => αμοιβαία τράπεζα αποταμιεύσεως
- mutual resemblance => Αμοιβαία ομοιότητα
- mutual opposition => Αμοιβαία αντίθεση
- mutual induction => Αμοιβαία επαγωγή
Definitions and Meaning of mutually exclusive in English
mutually exclusive (s)
unable for both to exist or be true at the same time
FAQs About the word mutually exclusive
αμοιβαίως αποκλειστικοί
unable for both to exist or be true at the same time
Αντιφατικό,ασυνεπής,σε διαφωνία,συγκρουόμενο,αντιφατικός,αντίθετος,ασυνεπής,Ασυμβίβαστο,ασύmbato,δυσαρμονικός
Συμφωνία,συμβατός,συμφωνικός,Συμφωνος (με),όμοιοσχήμοιος,συνεπής,Σύμφωνο,Ανταποκριτής (με ή σε),αρμονικός,παρόμοιος
mutually beneficial => αμοιβαία επωφελής, mutually => αμοιβαία, mutuality => αμοιβαιότητα, mutualist => αμοιβαίος, mutualism => αμοιβαδισμός,