Greek Meaning of mutually exclusive

αμοιβαίως αποκλειστικοί

Other Greek words related to αμοιβαίως αποκλειστικοί

Definitions and Meaning of mutually exclusive in English

Wordnet

mutually exclusive (s)

unable for both to exist or be true at the same time

FAQs About the word mutually exclusive

αμοιβαίως αποκλειστικοί

unable for both to exist or be true at the same time

Αντιφατικό,ασυνεπής,σε διαφωνία,συγκρουόμενο,αντιφατικός,αντίθετος,ασυνεπής,Ασυμβίβαστο,ασύmbato,δυσαρμονικός

Συμφωνία,συμβατός,συμφωνικός,Συμφωνος (με),όμοιοσχήμοιος,συνεπής,Σύμφωνο,Ανταποκριτής (με ή σε),αρμονικός,παρόμοιος

mutually beneficial => αμοιβαία επωφελής, mutually => αμοιβαία, mutuality => αμοιβαιότητα, mutualist => αμοιβαίος, mutualism => αμοιβαδισμός,