Greek Meaning of clashing

συγκρουόμενο

Other Greek words related to συγκρουόμενο

Definitions and Meaning of clashing in English

Wordnet

clashing (s)

sharply and harshly discordant

Webster

clashing (p. pr. & vb. n.)

of Clash

FAQs About the word clashing

συγκρουόμενο

sharply and harshly discordantof Clash

Αντιφατικό,ασυνεπής,αντιφατικός,ασυνεπής,Ασυμβίβαστο,ασύmbato,δυσαρμονικός,αμοιβαίως αποκλειστικοί,ανταγωνιστικός,αντίποδας

Συμφωνία,συμβατός,συμφωνικός,Συμφωνος (με),όμοιοσχήμοιος,συνεπής,Σύμφωνο,Ανταποκριτής (με ή σε),αρμονικός,παρόμοιος

clashed => συγκρούστηκαν, clash gear => Εξοπλισμός ασφαλείας, clash => Σύγκρουση, clary sage => Φασκόμηλο, clary => Κλάρι,