Greek Meaning of clasped

αγκάλιασμα

Other Greek words related to αγκάλιασμα

Definitions and Meaning of clasped in English

Webster

clasped (imp. & p. p.)

of Clasp

FAQs About the word clasped

αγκάλιασμα

of Clasp

προσκολλήθηκε,Αγκαλιάστηκε,σφίγγω στην αγκαλιά μου,σταθεροποιημένο,θρυμματισμένος,αγκαλιάστηκε,αγκαλιασμένος,διπλωμένος,άρπαξε,άρπαξε

εκφορτισμένος,έπεσε,απελευθερωμένος,έδωσε,παραδομένο,απελευθερωμένος,πέρασε,κυκλοφόρησε,παραδόθηκε,ανατέθηκε

clasp knife => κλειστό μαχαίρι, clasp => κούμπωμα, clashingly => συγκρουόμενος, clashing => συγκρουόμενο, clashed => συγκρούστηκαν,