Greek Meaning of enfolded
διπλωμένος
Other Greek words related to διπλωμένος
- επισυνάπτεται
- επικαλυμμένος
- καλυμμένος
- Τυλιγμένο
- θολωτός
- κουκουλωμένος
- ντυμένος με
- ενσωματωμένο
- περιτριγυρισμένος
- σκιασμένος
- αγκαλιάστηκε
- περικλειόμενος
- περικυκλωμένος
- περιελάμβανε
- τυλιγμένος σε
- τυλιγμένος
- επισυναπτόμενο
- εμπλεκόμενος
- επικαλυμμένος
- Μανδύας
- πνιγηρός
- τυλιγμένος
- συγκαλυμμένο
- σκεπασμένος
- στηθoυμένη
- καμουφλαρισμένο
- περικύκλωση
- περιχυμένος
- Κρυμμένος
- κουρτίνα
- μεταμφιεσμένος
- τυλιγμένος
- ενσωματωμένο
- επενδύσει
- μεταμφιεσμένος
- επικαλυμμένο
- καλύπτω
- σπαργανωμένος
Nearest Words of enfolded
Definitions and Meaning of enfolded in English
enfolded
to cover with or as if with folds, to cover with folds, to surround with a covering, to clasp within the arms, embrace entry 1 sense 1, hug
FAQs About the word enfolded
διπλωμένος
to cover with or as if with folds, to cover with folds, to surround with a covering, to clasp within the arms, embrace entry 1 sense 1, hug
επισυνάπτεται,επικαλυμμένος,καλυμμένος,Τυλιγμένο,θολωτός,κουκουλωμένος,ντυμένος με,ενσωματωμένο,περιτριγυρισμένος,σκιασμένος
γυμνή,εκτεθειμένο,γυμνός,стрипт
enflaming => φλεγμονώδης, enflames => φλεγμονές, enflamed => φλεγμονώδης, enflame => Αναφλέγω, enfettering => δεσμευτικός,