Greek Meaning of engage (in)
ασχολείται με
Other Greek words related to ασχολείται με
- άσσος
- Επιφέρω
- απομακρύνω
- Εκτελώ
- εφαρμόζω
- Πρακτική
- εξάσκηση
- εργάζομαι σε/στην
- επιτυγχάνω
- επιτύγχανω
- αφαιρώ
- δεσμεύω
- αποτέλεσμα
- Εφαρμόζω
- εκτέλεση
- συνεχίσει (με)
- εκπληρώνω
- εκπληρώνω
- Καρφί
- εκτελώ
- διώκω
- πετύχω
- βάλει μέσα
- Αναπαράσταση
- Επαναλάβετε
- τελειώνω
- πραγματοποιώ
- καταφέρνω
- πυξίδα
- ολοκληρωμένο
- κάνω
- τέλος
- τέλος
- φτιάχνω
- Διαπραγματεύομαι
- συνειδητοποιώ
- διπλασιάζω
Nearest Words of engage (in)
Definitions and Meaning of engage (in) in English
engage (in)
to cause (someone) to take part in (something), to do (something)
FAQs About the word engage (in)
ασχολείται με
to cause (someone) to take part in (something), to do (something)
άσσος,Επιφέρω,απομακρύνω,Εκτελώ,εφαρμόζω,Πρακτική,εξάσκηση,εργάζομαι σε/στην,επιτυγχάνω,επιτύγχανω
ελαφρύ,σφίγγω,ασαφές
enfranchisements => δικαίωμα ψήφου, enframing => Πλαισίωση, enframed => πλαισιωμένος, enfolded => διπλωμένος, enflaming => φλεγμονώδης,