FAQs About the word engage (with)

εμπλέκω (με)

to become involved with (someone or something)

αντιδρώ (σε),απαντώ σε κάποιον,προς,είναι,ασχολείσθαι (με),εξετάζω,εκτίμηση,τιμή,Σεβασμός,θεραπεία

No antonyms found.

engage (in) => ασχολείται με, enfranchisements => δικαίωμα ψήφου, enframing => Πλαισίωση, enframed => πλαισιωμένος, enfolded => διπλωμένος,