FAQs About the word be (to)

είναι

to relate to (something)

προς,ασχολείσθαι (με),λαβή,εξυπηρετώ,θεραπεία,χρήση,μέσω,αντιδρώ (σε),απαντώ σε κάποιον,εξετάζω

No antonyms found.

bazaars => παζάρια, bayonetting => ξιφολόγχη, bayonetted => ξιφολόγχη, bayonets => ξιφολόγχες, bay(s) => κόλπος,