Greek Meaning of be partial to

να έχω ιδιαίτερη προτίμηση για κάτι

Other Greek words related to να έχω ιδιαίτερη προτίμηση για κάτι

Definitions and Meaning of be partial to in English

be partial to

liking something or someone very much and usually more than other things or people

FAQs About the word be partial to

να έχω ιδιαίτερη προτίμηση για κάτι

liking something or someone very much and usually more than other things or people

απολαμβάνω,σαν,προτιμώ,επιλέγω,χάρη,θέλω,φροντίδα,πάω σε,Λιγνός (προς ή προς),(επιλέγω) μοναδικό

δυσμένεια,Αντιπάθεια,πτώση,απορρίπτω,αντίπαθεια,αρνούμαι,απορρίπτω,απορρίπτω,πετάω

be out of breath => άπνοος, be on the lookout for => προσέχετε μήπως, be friends with => να είμαι φίλος με, be (to) => είναι, bazaars => παζάρια,