Greek Meaning of prejudice
προκατάληψη
Other Greek words related to προκατάληψη
Nearest Words of prejudice
- prejudgment => προκατάληψη
- prejudgement => προκατάληψη
- prejudge => προκαταλήψεις
- preisolate => Προαπομονωμένο
- preinvasive cancer => Προκαρκινωματώδη βλάβη
- preindication => προαναγγελία
- preignition => Προανάφλεξη
- prehistory => Προϊστορία
- prehistorical => προϊστορικός
- prehistoric culture => προϊστορικός πολιτισμός
Definitions and Meaning of prejudice in English
prejudice (n)
a partiality that prevents objective consideration of an issue or situation
prejudice (v)
disadvantage by prejudice
influence (somebody's) opinion in advance
FAQs About the word prejudice
προκατάληψη
a partiality that prevents objective consideration of an issue or situation, disadvantage by prejudice, influence (somebody's) opinion in advance
Προκατάληψη,σοβινισμός,χάρη,μεροληψία,νεποτισμός,αντικειμενικότητα,μονόπλευροτητα,Προκατάληψη,μεροληψία,κομματισμός
Αμεροληψία,αδιαφορία,Ο ουδετερότητα,αντικειμενικότητα,απέχθεια,Ήρεμος,Απόσπαση,Αντιπάθεια,Αηδία,Ανοιχτό μυαλό
prejudgment => προκατάληψη, prejudgement => προκατάληψη, prejudge => προκαταλήψεις, preisolate => Προαπομονωμένο, preinvasive cancer => Προκαρκινωματώδη βλάβη,