Greek Meaning of parti pris

Προκατάληψη

Other Greek words related to Προκατάληψη

Definitions and Meaning of parti pris in English

Wordnet

parti pris (n)

an opinion formed beforehand without adequate evidence

FAQs About the word parti pris

Προκατάληψη

an opinion formed beforehand without adequate evidence

εχθρικός,μερικός,προκατειλημμένος,έγχρωμος,ανήσυχος,Διαστρεβλωμένο,επηρεασμένο,ενδιαφέρομαι,μονόπλευρος,μεροληπτικός

αδιάφορος,ίδιος,δίκαιος,δίκαιο,αμερόληπτος,ουδέτερος,Στόχος,ανοιχτό,λογικός,αντικειμενικός

parthian => Πάρθων, parthia => Παρθία, parthenote => Απλόωο, parthenon => Παρθενώνας, parthenogeny => παρθενογένεση,