Greek Meaning of persuaded
πεπεισμένος
Other Greek words related to πεπεισμένος
- αδιάφορος
- ίδιος
- δίκαιος
- αμερόληπτος
- δίκαιο
- ειλικρινής
- αμερόληπτος
- ανεξάρτητος
- μόνο
- ουδέτερος
- Στόχος
- ανοιχτό
- λογικός
- δεκτικός
- αντικειμενικός
- αντικειμενικός
- απόμακρος
- αυτόνομος
- αμερόληπτη
- κρύος
- αποσπασμένος
- αποστασιοποιημένος
- μακρινό
- αδιάφορος
- ακομμάτιστος
- ανοιχτόμυαλος
- πειστικός
- απομακρυσμένος
- αδιάφορος
- πεισματάρης
- απρόσωπος
- Ανεπηρέαστος
- ανέμπνευστος
- αδιάφορος
- αδιάφορος
Nearest Words of persuaded
Definitions and Meaning of persuaded in English
persuaded (imp. & p. p.)
of Persuade
persuaded (p. p. & a.)
Prevailed upon; influenced by argument or entreaty; convinced.
FAQs About the word persuaded
πεπεισμένος
of Persuade, Prevailed upon; influenced by argument or entreaty; convinced.
πεπεισμένος,επηρεασμένο,προδιάθετος,επηρεάστηκε,έγχρωμος,ανήσυχος,Διαστρεβλωμένο,ενδιαφέρομαι,παραποιημένος,σκιασμένος
αδιάφορος,ίδιος,δίκαιος,αμερόληπτος,δίκαιο,ειλικρινής,αμερόληπτος,ανεξάρτητος,μόνο,ουδέτερος
persuade => πείθω, persuadable => πειστικός, perstringe => μαστιγώνω, perstreperous => Θορυβώδης, perspiring => ιδρωμένος,