Greek Meaning of persuader
πειστικός
Other Greek words related to πειστικός
- συνήγορος
- απόστολος
- ενισχυτής
- πρωταθλητής
- εκθέτης
- προωθητής
- Υποστηρικτής
- διαδηλωτής
- διαδηλωτής
- μεταρρυθμιστής
- οπαδός
- ταραχοποιός
- συναιγερμικός
- υποστηρικτής
- Δημαγωγός
- Δημαγωγός
- διαδηλωτής
- διεγέρτης
- εξτρεμιστής
- εμπρηστής
- υποκινητής
- υπαίτιος
- αντάρτης
- παρελαύνω
- αντικειμενικός
- απεργός
- προβοκάτορας
- επαναστάτης
- μεταρρυθμιστής
- επαναστατικός
- επαναστάτης
- Άτακτο
- Πράκτορας προβοκάτορας
- υποκινητής
- εξεγερμένος
- αναπτήρας
- υποκινητής
- απρόμπτερ
- προβοκάτορας
- δημαγωγός
- ριζοσπαστικός
- αντάρτης
- ανατρεπτικός
Nearest Words of persuader
Definitions and Meaning of persuader in English
persuader (n)
someone who tries to persuade or induce or lead on
persuader (n.)
One who, or that which, persuades or influences.
FAQs About the word persuader
πειστικός
someone who tries to persuade or induce or lead onOne who, or that which, persuades or influences.
συνήγορος,απόστολος,ενισχυτής,πρωταθλητής,εκθέτης,προωθητής,Υποστηρικτής,διαδηλωτής,διαδηλωτής,μεταρρυθμιστής
ειρηνοποιός,διαλλακτής,ενωτής
persuaded => πεπεισμένος, persuade => πείθω, persuadable => πειστικός, perstringe => μαστιγώνω, perstreperous => Θορυβώδης,