Greek Meaning of provoker

προβοκάτορας

Other Greek words related to προβοκάτορας

Definitions and Meaning of provoker in English

Wordnet

provoker (n)

someone who deliberately foments trouble

FAQs About the word provoker

προβοκάτορας

someone who deliberately foments trouble

συναιγερμικός,εξτρεμιστής,αντάρτης,εξεγερμένος,υποκινητής,προωθητής,απρόμπτερ,επαναστάτης,επαναστάτης,Άτακτο

ειρηνοποιός,διαλλακτής,ενωτής

provoked => προκάλεσε, provoke => προκαλώ, provocatively => προκλητικά, provocative => προκλητικός, provocation => πρόκληση,