Greek Meaning of objector

αντικειμενικός

Other Greek words related to αντικειμενικός

Definitions and Meaning of objector in English

Wordnet

objector (n)

a person who dissents from some established policy

Webster

objector (n.)

One who objects; one who offers objections to a proposition or measure.

FAQs About the word objector

αντικειμενικός

a person who dissents from some established policyOne who objects; one who offers objections to a proposition or measure.

διαδηλωτής,υπαίτιος,Υποστηρικτής,διαδηλωτής,διαδηλωτής,συνήγορος,ταραχοποιός,απόστολος,ενισχυτής,πρωταθλητής

ειρηνοποιός,διαλλακτής,ενωτής

objectless => αντικειμενικός, objectivity => αντικειμενικότητα, objectiveness => Αντικειμενικότητα, objectively => αντικειμενικά, objective lens => Αντικειμενικός φακός,