Greek Meaning of objector
αντικειμενικός
Other Greek words related to αντικειμενικός
- διαδηλωτής
- υπαίτιος
- Υποστηρικτής
- διαδηλωτής
- διαδηλωτής
- συνήγορος
- ταραχοποιός
- απόστολος
- ενισχυτής
- πρωταθλητής
- Δημαγωγός
- Δημαγωγός
- διεγέρτης
- εκθέτης
- εξτρεμιστής
- εμπρηστής
- υποκινητής
- υποκινητής
- αντάρτης
- παρελαύνω
- απεργός
- προωθητής
- προβοκάτορας
- δημαγωγός
- επαναστάτης
- μεταρρυθμιστής
- οπαδός
- Άτακτο
- Πράκτορας προβοκάτορας
- συναιγερμικός
- υποστηρικτής
- εξεγερμένος
- αναπτήρας
- πειστικός
- υποκινητής
- απρόμπτερ
- προβοκάτορας
- ριζοσπαστικός
- μεταρρυθμιστής
- αντάρτης
- επαναστατικός
- επαναστάτης
- ανατρεπτικός
Nearest Words of objector
- objectless => αντικειμενικός
- objectivity => αντικειμενικότητα
- objectiveness => Αντικειμενικότητα
- objectively => αντικειμενικά
- objective lens => Αντικειμενικός φακός
- objective case => αιτιατική
- objective => Στόχος
- objectivation => αντικειμενοποίηση
- objectivate => αντικειμενοποίηση
- objectist => αντικειμενιστής
- object-oriented database => Αντικειμενοστρεφής βάση δεδομένων
- object-oriented database management system => Σύστημα διαχείρισης αντικειμενοστρεφούς βάσης δεδομένων
- object-oriented programing => Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός
- object-oriented programing language => Αντικειμενοστρεφής γλώσσα προγραμματισμού
- object-oriented programming => Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός
- object-oriented programming language => Αντικειμενοστρεφής γλώσσα προγραμματισμού
- objet d'art => Αντικείμενο τέχνης
- objibways => Οτζίμπγουεϊ
- objicient => αντικειμενικός
- objuration => επίκληση
Definitions and Meaning of objector in English
objector (n)
a person who dissents from some established policy
objector (n.)
One who objects; one who offers objections to a proposition or measure.
FAQs About the word objector
αντικειμενικός
a person who dissents from some established policyOne who objects; one who offers objections to a proposition or measure.
διαδηλωτής,υπαίτιος,Υποστηρικτής,διαδηλωτής,διαδηλωτής,συνήγορος,ταραχοποιός,απόστολος,ενισχυτής,πρωταθλητής
ειρηνοποιός,διαλλακτής,ενωτής
objectless => αντικειμενικός, objectivity => αντικειμενικότητα, objectiveness => Αντικειμενικότητα, objectively => αντικειμενικά, objective lens => Αντικειμενικός φακός,