Greek Meaning of reformist

μεταρρυθμιστής

Other Greek words related to μεταρρυθμιστής

Definitions and Meaning of reformist in English

Wordnet

reformist (n)

a disputant who advocates reform

Wordnet

reformist (s)

favoring or promoting reform (often by government action)

Webster

reformist (n.)

A reformer.

FAQs About the word reformist

μεταρρυθμιστής

a disputant who advocates reform, favoring or promoting reform (often by government action)A reformer.

συνήγορος,απόστολος,ενισχυτής,πρωταθλητής,διαδηλωτής,εκθέτης,εξτρεμιστής,αντάρτης,πειστικός,προωθητής

ειρηνοποιός,διαλλακτής,ενωτής

reformism => μεταρρυθμισμός, re-forming => μεταρρύθμιση, reformer => μεταρρυθμιστής, re-formed => Μεταρρυθμισμένο, reformed => μεταρρυθμισμένος,