Greek Meaning of exciter

διεγέρτης

Other Greek words related to διεγέρτης

Definitions and Meaning of exciter in English

Webster

exciter (n.)

One who, or that which, excites.

FAQs About the word exciter

διεγέρτης

One who, or that which, excites.

ταραχοποιός,απόστολος,Δημαγωγός,Δημαγωγός,διαδηλωτής,εμπρηστής,υπαίτιος,αντάρτης,προωθητής,Υποστηρικτής

ειρηνοποιός,διαλλακτής,ενωτής

excitement => Ανυπομονησία, exciteful => συναρπαστικό, excitedly => διεγερμένα, excited => ενθουσιασμένος, excite => Διέγερση,