Greek Meaning of marcher
παρελαύνω
Other Greek words related to παρελαύνω
- διαδηλωτής
- διαδηλωτής
- διαδηλωτής
- συνήγορος
- ταραχοποιός
- απόστολος
- ενισχυτής
- πρωταθλητής
- Δημαγωγός
- Δημαγωγός
- διεγέρτης
- εμπρηστής
- υποκινητής
- υπαίτιος
- αντικειμενικός
- απεργός
- προωθητής
- Υποστηρικτής
- προβοκάτορας
- δημαγωγός
- επαναστάτης
- μεταρρυθμιστής
- οπαδός
- Πράκτορας προβοκάτορας
- συναιγερμικός
- υποστηρικτής
- εκθέτης
- εξτρεμιστής
- υποκινητής
- αντάρτης
- εξεγερμένος
- αναπτήρας
- πειστικός
- υποκινητής
- απρόμπτερ
- προβοκάτορας
- ριζοσπαστικός
- μεταρρυθμιστής
- αντάρτης
- επαναστατικός
- επαναστάτης
- ανατρεπτικός
- Άτακτο
Nearest Words of marcher
- marched upon => Επαναστάτησε εναντίον
- marched => πορευμένος
- marche => πορεία
- marchantiales => Ηπατικοειδή
- marchantiaceae => Μαρκεντιοειδή
- marchantia polymorpha => Marchantia polymorpha
- marchantia => Marchantia
- marchand de vin => οινέμπορος
- march out => Εξελθω με πορεία
- march on => Συνέχιση της πορείας
Definitions and Meaning of marcher in English
marcher (n)
an inhabitant of a border district
walks with regular or stately step
fights on foot with small arms
marcher (n.)
The lord or officer who defended the marches or borders of a territory.
FAQs About the word marcher
παρελαύνω
an inhabitant of a border district, walks with regular or stately step, fights on foot with small armsThe lord or officer who defended the marches or borders of
διαδηλωτής,διαδηλωτής,διαδηλωτής,συνήγορος,ταραχοποιός,απόστολος,ενισχυτής,πρωταθλητής,Δημαγωγός,Δημαγωγός
ειρηνοποιός,διαλλακτής,ενωτής
marched upon => Επαναστάτησε εναντίον, marched => πορευμένος, marche => πορεία, marchantiales => Ηπατικοειδή, marchantiaceae => Μαρκεντιοειδή,