Greek Meaning of booster
ενισχυτής
Other Greek words related to ενισχυτής
- συνήγορος
- υποστηρικτής
- εκθέτης
- προωθητής
- Υποστηρικτής
- οπαδός
- απόστολος
- πρωταθλητής
- φίλος
- Ιεροφάντης
- Αρχιερέας
- παλαδίνος
- Πρωταγωνιστής
- Γνήσιος πιστός
- λευκός ιππότης
- οπαδός
- υποστηρικτής
- μαζορέτα
- ομοσπονδία
- μαθητής
- υποστηρικτής
- υιοθετήσει
- ερμηνευτής
- συνοδοιπόρος
- Ακόλουθος
- ευαγγελιστής
- ευαγγελιστής
- κήρυκας
- διερμηνέας
- βασιλικός
- μεροληπτικός
- αντάρτης
- σταθερός
- τύμπανο
Nearest Words of booster
Definitions and Meaning of booster in English
booster (n)
a person who backs a politician or a team etc.
someone who is an active supporter and advocate
a thief who steals goods that are in a store
an amplifier for restoring the strength of a transmitted signal
the first stage of a multistage rocket
an additional dose that makes sure the first dose was effective
booster (n.)
An instrument for regulating the electro-motive force in an alternating-current circuit; -- so called because used to boost, or raise, the pressure in the circuit.
FAQs About the word booster
ενισχυτής
a person who backs a politician or a team etc., someone who is an active supporter and advocate, a thief who steals goods that are in a store, an amplifier for
συνήγορος,υποστηρικτής,εκθέτης,προωθητής,Υποστηρικτής,οπαδός,απόστολος,πρωταθλητής,φίλος,Ιεροφάντης
αντίπαλος,ανταγωνιστής,εχθρός,εχθρός,Αντίπαλος,κριτικός,αντίπαλος,κριτικός
boosted => ενισχυμένο, boost up => αύξηση, boost => ενισχύω, booser => ενισχυτής, boose => μέθη,