Greek Meaning of boosted
ενισχυμένο
Other Greek words related to ενισχυμένο
Nearest Words of boosted
Definitions and Meaning of boosted in English
boosted (imp. & p. p.)
of Boost
FAQs About the word boosted
ενισχυμένο
of Boost
σήκωσε,ανύψωσε,Υψηλός,σήκωσε,hove,ανεβασμένο (πάνω),ανυψωμένο,ανασηκωμένο,Ανυψωμένος,αύξησε
καταθλιπτικός,έπεσε,μειωμένος,βούλιαξε,βυθισμένος,βυθισμένο,βυθισμένος
boost up => αύξηση, boost => ενισχύω, booser => ενισχυτής, boose => μέθη, boort => Μπορτ,