FAQs About the word boosted

ενισχυμένο

of Boost

σήκωσε,ανύψωσε,Υψηλός,σήκωσε,hove,ανεβασμένο (πάνω),ανυψωμένο,ανασηκωμένο,Ανυψωμένος,αύξησε

καταθλιπτικός,έπεσε,μειωμένος,βούλιαξε,βυθισμένος,βυθισμένο,βυθισμένος

boost up => αύξηση, boost => ενισχύω, booser => ενισχυτής, boose => μέθη, boort => Μπορτ,