Greek Meaning of hoisted
ανύψωσε
Other Greek words related to ανύψωσε
Nearest Words of hoisted
Definitions and Meaning of hoisted in English
hoisted (imp. & p. p.)
of Hoist
FAQs About the word hoisted
ανύψωσε
of Hoist
σήκωσε,ενισχυμένο,Υψηλός,σήκωσε,hove,ανεβασμένο (πάνω),ανυψωμένο,ανασηκωμένο,ανέβηκε,παραλαβή
έπεσε,μειωμένος,καταθλιπτικός,βούλιαξε,βυθισμένος,βυθισμένο,βυθισμένος
hoistaway => ανύψωση, hoist => ανυψωτήρας, hoisin sauce => Σάλτσα hoisin, hoise => υψώνω, hoidenish => χυδαία,