Greek Meaning of hoister
γερανός
Other Greek words related to γερανός
Nearest Words of hoister
Definitions and Meaning of hoister in English
hoister (n)
an operator of a hoist
FAQs About the word hoister
γερανός
an operator of a hoist
ανασηκώνω,ενισχύω,ανυψώνω,βάρος,Γρύλλος (για ανύψωση),ανυψώνω,ανασηκώνω,πεζοπορία,παραλαμβάνω,πίσω
καταθλίβω,σταγόνα,Χαμηλότερος,νιπτήρας,βυθίζω,βυθίζω
hoisted => ανύψωσε, hoistaway => ανύψωση, hoist => ανυψωτήρας, hoisin sauce => Σάλτσα hoisin, hoise => υψώνω,