FAQs About the word heaved

σήκωσε

of Heave, of Heave

ανύψωσε,σήκωσε,ανασηκωμένο,ενισχυμένο,Υψηλός,ανέβηκε,ανεβασμένο (πάνω),παραλαβή,ανυψωμένο,εκτραφεί

καταθλιπτικός,έπεσε,μειωμένος,βούλιαξε,βυθισμένος,βυθισμένο,βυθισμένος

heave up => σηκώνω, heave offering => ἐπαρσις, heave => ανασηκώνω, heaume => Κράνος, heatstroke => Ηλίαση,