FAQs About the word uplifted

Ανυψωμένος

exalted emotionally especially with pride

Αεροπορικό,Υψηλός,ανυψωμένος,ανυψωμένο,Αναστολή,ανασηκωμένος,κάθετος,όρθιος,κάθετος,όρθιος

Χαμηλός,βυθισμένο,κοντός,Καθίσματα,χαμηλής υψομετρικής κλίμακας

uplift => αύξηση, uplean => αναξιόπιστος, uplead => ανεβάζω, uplay => ανοδικός, uplandish => ορεινός,