FAQs About the word hove

hove

of Heave, of Heave, imp. & p. p. of Heave., To rise; to swell; to heave; to cause to swell., To hover around; to loiter; to lurk.

ανύψωσε,σήκωσε,ανασηκωμένο,ενισχυμένο,Υψηλός,ανέβηκε,ανεβασμένο (πάνω),παραλαβή,ανυψωμένο,εκτραφεί

καταθλιπτικός,έπεσε,μειωμένος,βούλιαξε,βυθισμένος,βυθισμένο,βυθισμένος

houyhnhnms => Χούινγμ, houyhnhnm => Χούιθνμ, houve => υπήρξε, houttuynia => Χούτουυνια, houstonia => Χιούστονια,