Greek Meaning of extremist
εξτρεμιστής
Other Greek words related to εξτρεμιστής
Nearest Words of extremist
Definitions and Meaning of extremist in English
extremist (n)
a person who holds extreme views
extremist (s)
(used of opinions and actions) far beyond the norm
extremist (n.)
A supporter of extreme doctrines or practice; one who holds extreme opinions.
FAQs About the word extremist
εξτρεμιστής
a person who holds extreme views, (used of opinions and actions) far beyond the normA supporter of extreme doctrines or practice; one who holds extreme opinions
ακραίο,φανατικός,λυσσασμένος,ριζοσπαστικός,επαναστατικός,φανατικός,επαναστάτης,υπέρ,αντιδραστικός,ανατρεπτικός
συντηρητικός,συμβατικός,στη μέση του δρόμου,μέτριος,παραδοσιακό,φιλελεύθερος,μη επαναστατικός,ορθόδοξος,προοδευτικός,εύκρατο
extremism => Ακρότητα, extremeness => ακρότητα, extremely low frequency => Πολύ χαμηλή συχνότητα, extremely high frequency => Εξαιρετικά υψηλή συχνότητα, extremely => πολύ,