Greek Meaning of revolutionist

επαναστάτης

Other Greek words related to επαναστάτης

Definitions and Meaning of revolutionist in English

Wordnet

revolutionist (n)

a radical supporter of political or social revolution

Webster

revolutionist (n.)

One engaged in effecting a change of government; a favorer of revolution.

FAQs About the word revolutionist

επαναστάτης

a radical supporter of political or social revolutionOne engaged in effecting a change of government; a favorer of revolution.

ακραίο,ριζοσπαστικός,επαναστατικός,εξτρεμιστής,φανατικός,φανατικός,λυσσασμένος,υπέρ,αντιδραστικός,ανατρεπτικός

συντηρητικός,συμβατικός,μέτριος,παραδοσιακό,φιλελεύθερος,στη μέση του δρόμου,μη επαναστατικός,ορθόδοξος,προοδευτικός,εύκρατο

revolutionism => επαναστατισμός, revolutionise => επαναστατώ, revolutioniezed => Επαναστατημένο, revolutioner => Επαναστάτης, revolutionary united front => Epanastatiko Enotiko Metopo,