Greek Meaning of re-formed

Μεταρρυθμισμένο

Other Greek words related to Μεταρρυθμισμένο

Definitions and Meaning of re-formed in English

Wordnet

re-formed (s)

formed again or anew

Webster

re-formed (imp. & p. p.)

of Re-form

FAQs About the word re-formed

Μεταρρυθμισμένο

formed again or anewof Re-form

λυτρωμένος,αποκατεστημένος,βελτιωμένη,ανακτημένο,αναγεννημένος,τροποποιημένος,Καθαρισμένο,ενεργοποιημένος,καθαρισμένος,επανεκπαιδευμένος

κατεστραμμένο,διεφθαρμένος,Υποβαθμισμένο,ταπεινωμένος,Αποθαρρυμένος,διεστραμμένος,μειωμένος,διεστραμμένος,δηλητηριασμένος,βεβηλωμένος

reformed => μεταρρυθμισμένος, reformatory => αναμορφωτήριο, reformative => μεταρρυθμιστικός, re-formation => Μεταρρύθμιση, reformalize => επαναδιατυπώνω,