Greek Meaning of cankered

εμμημένος

Other Greek words related to εμμημένος

Definitions and Meaning of cankered in English

Webster

cankered (imp. & p. p.)

of Canker

Webster

cankered (a.)

Affected with canker; as, a cankered mouth.

Affected mentally or morally as with canker; sore, envenomed; malignant; fretful; ill-natured.

FAQs About the word cankered

εμμημένος

of Canker, Affected with canker; as, a cankered mouth., Affected mentally or morally as with canker; sore, envenomed; malignant; fretful; ill-natured.

κατεστραμμένο,κατεστραμμένος,κατευνασμένος,διεφθαρμένος,Υποβαθμισμένο,διεστραμμένος,κατεστραμμένος,επιδεινωμένο,αραιωμένο,ταπεινωμένος

τροποποιημένος,αξιοπρεπής,Υψηλός,ευγενοποιημένος,εμπλουτισμένο,υψηλός,τιμώμενος,βελτιωμένη,Ανυψωμένος,βελτιωμένος

canker-bit => καρκινωματώδης, canker sore => Άφθα, canker rash => Άφθα, canker fly => Αφίδα της φλόγας, canker brake => Έλκος φρένου,