Greek Meaning of depreciated
αποσβέσιμο
Other Greek words related to αποσβέσιμο
- μειωμένη
- εξασθενημένος
- φθηνή, φτηνή
- καταθλιπτικός
- υποτιμημένο
- μειωμένος
- βούλιαξε
- συρρικνώθηκε
- συρρικνώθηκε
- βυθισμένο
- υποτιμημένος
- υποβαθμίστηκε
- μειωμένη τιμή
- έγραψε κάτω
- συντομευμένο
- Χρεοκοπημενος
- συμπιεσμένος
- συμφωνημένο
- κατευνασμένος
- ξεφούσκωτος
- συρρικνώθηκε
- λιγότερο
- μέτριος
- καταργημένο νομίσματος
- περιορισμένο
- υποτιμώ
- υποτιμημένος
- υποτιμημένο
- υποτιμημένο
- διέγραψε
- εκτιμημένος
- βελτιωμένο
- φουσκωμένο
- αναβαθμισμένος
- πρόσθεσε
- Ενισχυμένο
- φουσκωμένος
- σύνθετος
- διευρυμένο
- επεκταθεί
- διευρυμένο
- αυξημένος
- πολλαπλασιασμένο
- Ακριβός
- Υπερεκτιμημένο
- υπερτιμημένος
- ανυψωμένο
- ανατίναξε
- σημειωμένος
- υπερεκτιμημένο
- μεγαλοποιημένος
- ενισχυμένοι
- μπαλόνι
- ενισχυμένο
- διασταλμένος
- ενισχυμένο
- πρησμένος
- κλιμακωθείς
- μεγιστοποιημένος
- αύξησε
Nearest Words of depreciated
- depreciating => απόσβεση
- depreciation => αποσβέσεις
- depreciation allowance => αποσβεστική δαπάνη
- depreciation charge => απόσβεση
- depreciation rate => ποσοστό απόσβεσης
- depreciative => υποτιμητικό
- depreciator => παράγοντας υποτίμησης
- depreciatory => υποτιμητικός
- depredable => βιαστής
- depredate => Λεηλατείν** / Καταστρέφειν
Definitions and Meaning of depreciated in English
depreciated (imp. & p. p.)
of Depreciate
FAQs About the word depreciated
αποσβέσιμο
of Depreciate
μειωμένη,εξασθενημένος,φθηνή, φτηνή,καταθλιπτικός,υποτιμημένο,μειωμένος,βούλιαξε,συρρικνώθηκε,συρρικνώθηκε,βυθισμένο
εκτιμημένος,βελτιωμένο,φουσκωμένο,αναβαθμισμένος,πρόσθεσε,Ενισχυμένο,φουσκωμένος,σύνθετος,διευρυμένο,επεκταθεί
depreciate => υποτιμώ, deprecatory => deprecatory, deprecator => deprecator, deprecatively => μειωτικά, deprecative => ικετευτικός,