Greek Meaning of depreciated

αποσβέσιμο

Other Greek words related to αποσβέσιμο

Definitions and Meaning of depreciated in English

Webster

depreciated (imp. & p. p.)

of Depreciate

FAQs About the word depreciated

αποσβέσιμο

of Depreciate

μειωμένη,εξασθενημένος,φθηνή, φτηνή,καταθλιπτικός,υποτιμημένο,μειωμένος,βούλιαξε,συρρικνώθηκε,συρρικνώθηκε,βυθισμένο

εκτιμημένος,βελτιωμένο,φουσκωμένο,αναβαθμισμένος,πρόσθεσε,Ενισχυμένο,φουσκωμένος,σύνθετος,διευρυμένο,επεκταθεί

depreciate => υποτιμώ, deprecatory => deprecatory, deprecator => deprecator, deprecatively => μειωτικά, deprecative => ικετευτικός,