Greek Meaning of abridged
συντομευμένο
Other Greek words related to συντομευμένο
- συντομευμένος
- συντομευμένο
- Συμπυκνωμένο
- περικομμένος
- ξαφνικός
- σύντομος
- συμπαγής
- περιεκτικός
- εφήμερος
- μικρός
- κοντός
- κοντό
- ξαφνικά
- περίληψη
- συγκκοπής
- παροδικός
- παροδικός
- μείωση
- περιεκτικός
- Κροκαλένια
- επιγραμματικός
- γρήγορος
- φευγαλέος
- Προσωρινός
- λακωνικός
- στιγμιαίος
- περιεκτικός
- Βραχύβιος
- βραχυχρόνιο
- βραχυπρόθεσμος
- σύντομο
- περιεκτικός
Nearest Words of abridged
Definitions and Meaning of abridged in English
abridged (a)
(used of texts) shortened by condensing or rewriting
abridged (imp. & p. p.)
of Abridge
FAQs About the word abridged
συντομευμένο
(used of texts) shortened by condensing or rewritingof Abridge
συντομευμένος,συντομευμένο,Συμπυκνωμένο,περικομμένος,ξαφνικός,σύντομος,συμπαγής,περιεκτικός,εφήμερος,μικρός
ατελείωτος,διευρυμένο,μακριά,μεγάλος, καταπληκτικός,ατελείωτος,μακρύς,μακρύς,διευρυμένο,αιώνιος,μακροσκελής
abridge => Συντομεύω, abricock => βερίκοκο, abreuvoir => ποτίστρα, abrenunciation => αποποίηση, abrenounce => αποκηρύσσω,