Greek Meaning of compendious
περιεκτικός
Other Greek words related to περιεκτικός
- ολοκληρωμένο
- εκτεταμένος
- γεμάτος
- πανοραμικός
- εμπεριστατωμένος
- ολοκληρωτικός
- ολοσυμπεριλαμβανόμενο
- Ευρύς
- φαρδύς δρόμος
- ολοκληρωμένο
- Περιεκτικός
- εγκυκλοπαιδικός
- εξαντλητικός
- γενικός
- παγκόσμιος
- Περιεκτικός
- λεωφορείο
- καθολικός
- απέραντος
- πλατύς
- διεξοδικός
- all in
- κουβέρτα
- καθολικός
- Κοσμικό
- Εγκύκλιος
- μακριά
- Μεγάλος
- αδιάκριτος
- μεγάλος
- συνολικά
- πανοπτικός
- σάρωση
- απεριόριστος
- ευρύ
- Ευρύ
- κοσμικός
- Ολικό
- εγκυκλοπαιδικός
- μακρόπνοος
- Συμπεριληπτική
Nearest Words of compendious
- compendium => επιτομή
- compensable => αποζημιώσιμος
- compensate => Αποζημιώνω
- compensated => αποζημιωμένοι
- compensating balance => Αντιστάθμισμα
- compensation => αποζημίωση
- compensatory => αντισταθμιστικός
- compensatory damages => Αποζημίωση
- compensatory spending => αποζημιωτική δαπάνη
- compensatory time => χρόνος απασχόλησης ως αποζημίωση
Definitions and Meaning of compendious in English
compendious (s)
briefly giving the gist of something
FAQs About the word compendious
περιεκτικός
briefly giving the gist of something
ολοκληρωμένο,εκτεταμένος,γεμάτος,πανοραμικός,εμπεριστατωμένος,ολοκληρωτικός,ολοσυμπεριλαμβανόμενο,Ευρύς,φαρδύς δρόμος,ολοκληρωμένο
περιορισμένος,στενός,ακριβής,περιορισμένος,ειδικευμένος,συγκεκριμένος,περιγεγραμμένο,ακριβές,ατελής,άτομο
compelling => πειστικός, compel => αναγκάζω, compeer => ομότιμος, compatriot => Συμπατριώτης, compatibly => συμβατά,