Greek Meaning of compendious

περιεκτικός

Other Greek words related to περιεκτικός

Definitions and Meaning of compendious in English

Wordnet

compendious (s)

briefly giving the gist of something

FAQs About the word compendious

περιεκτικός

briefly giving the gist of something

ολοκληρωμένο,εκτεταμένος,γεμάτος,πανοραμικός,εμπεριστατωμένος,ολοκληρωτικός,ολοσυμπεριλαμβανόμενο,Ευρύς,φαρδύς δρόμος,ολοκληρωμένο

περιορισμένος,στενός,ακριβής,περιορισμένος,ειδικευμένος,συγκεκριμένος,περιγεγραμμένο,ακριβές,ατελής,άτομο

compelling => πειστικός, compel => αναγκάζω, compeer => ομότιμος, compatriot => Συμπατριώτης, compatibly => συμβατά,