Greek Meaning of in-depth
διεξοδικός
Other Greek words related to διεξοδικός
- ολοκληρωμένο
- εκτεταμένος
- γεμάτος
- πανοραμικός
- εμπεριστατωμένος
- ολοσυμπεριλαμβανόμενο
- περιεκτικός
- ολοκληρωμένο
- εγκυκλοπαιδικός
- εξαντλητικός
- γενικός
- παγκόσμιος
- Περιεκτικός
- λεωφορείο
- καθολικός
- πλατύς
- all in
- ολοκληρωτικός
- κουβέρτα
- Ευρύς
- φαρδύς δρόμος
- καθολικός
- Κοσμικό
- Περιεκτικός
- Εγκύκλιος
- μακριά
- αδιάκριτος
- μεγάλος
- συνολικά
- πανοπτικός
- σάρωση
- απεριόριστος
- απέραντος
- ευρύ
- Ευρύ
- κοσμικός
- Ολικό
- εγκυκλοπαιδικός
- μακρόπνοος
- Συμπεριληπτική
Nearest Words of in-depth
- independencies => ανεξαρτησίες
- independences => ανεξαρτησίες
- indentures => συμβόλαια μαθητείας
- indentured servants => συμβασιούχοι υπηρέτες
- indentured servant => Εντολοδόχος υπηρέτης
- indents => εσοχές
- indentations => εσοχές
- indemnifications => αποζημιώσεις
- indelicateness => ανανδρία
- incurves => κάμπτει προς τα μέσα
Definitions and Meaning of in-depth in English
in-depth
covering many or all important points of a subject
FAQs About the word in-depth
διεξοδικός
covering many or all important points of a subject
ολοκληρωμένο,εκτεταμένος,γεμάτος,πανοραμικός,εμπεριστατωμένος,ολοσυμπεριλαμβανόμενο,περιεκτικός,ολοκληρωμένο,εγκυκλοπαιδικός,εξαντλητικός
άτομο,περιορισμένος,στενός,ακριβής,περιορισμένος,ειδικευμένος,συγκεκριμένος,περιγεγραμμένο,ακριβές,ενικός
independencies => ανεξαρτησίες, independences => ανεξαρτησίες, indentures => συμβόλαια μαθητείας, indentured servants => συμβασιούχοι υπηρέτες, indentured servant => Εντολοδόχος υπηρέτης,